κλωθογυρίζω

κλωθογυρίζω
αμετ.
1) вертеться, кружиться; 2) перен. ухаживать (за девушкой, женщиной), увиваться; 3) перен. увёртываться, увиливать;

μην τα κλωθογυρίζεις — не старайся увильнуть; — не увиливай;

4) шататься, слоняться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κλωθογυρίζω" в других словарях:

  • κλωθογυρίζω — κλωθογυρίζω, κλωθογύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλωθογυρίζω — κλωθογυρίζω,  κλωθογύρισα,  κλωθογυρισμένος 1. περιφέρομαι, στριφογυρίζω: Κακές σκέψεις κλωθογυρίζουν πάντα στο μυαλό μου. 2. περιστρέφω κάτι κλώθοντάς το, ιδιαίτερα νήμα: Κλωθογυρίζει το νήμα. 3. πολιορκώ ερωτικά, τριγυρίζω: Κλωθογυρίζει την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωθογυρίζω — (Μ κλωθογυρίζω) 1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι 2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες») νεοελλ. 1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά 2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» μιλά με… …   Dictionary of Greek

  • κλωθογύρισμα — το [κλωθογυρίζώ] 1. στριφογύρισμα 2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού 3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής 4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • κλωθογύριστος — κλωθογύριστος, η, ο(ν) (Μ) [κλωθογυρίζω] μπερδεμένος, ασυνάρτητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»